καπνιαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καπνιαῑος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] καπνού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καπνιαῑος [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μην</i>-<i>ιαίος</i>, <i>ωρ</i>-<i>ιαίος</i>)].
|mltxt=καπνιαῖος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] καπνού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καπνιαῖος [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαίος</i> ([[πρβλ]]. [[μηνιαίος]], [[ωριαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:16, 23 August 2021

Greek Monolingual

καπνιαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῖος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μηνιαίος, ωριαίος)].