δάμνημι: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 20:20, 8 February 2013
English (LSJ)
(v. also foreg.),
A = δαμάζω, τὴν μὲν . . δάμνημ' ἐπέεσσι Il.5.893; δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ib.746, etc.; ἄνδρ' ἀγαθὸν πενίη δάμνησι Thgn.173; πενία . . δ. λαόν Alc.92:—Med., ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους Il.14.199; ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od.14.488; Ἔρος δ. νόον Hes.Th.122, cf. Archil.85, A.Pr.165, Q.S.11.25:—Pass., πυκνὰ καρήαθ' ὑφ' Ἕκτορι δάμνατο Il.11.309; μηδ' οὕτω Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιούς 8.244; Ἀχαιοὺς Τρωσὶν δαμναμένους 13.16; δάμναμαι A.Supp.904 (lyr.); imper. μηκέτι δάμναο θυμόν Maiist.51: pf. part. δεδαμναμένα forced, seduced, Leg.Gort.2.13.