καθαρόαιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές [[αίμα]], [[ευγενής]]<br /><b>2.</b> (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς της ίδιας γενιάς και όχι από [[διασταύρωση]]<br /><b>3.</b> (γενικώς) [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. <i>θερμό</i>-<i>αιμος</i>, <i>ψύχρ</i>-<i>αιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές [[αίμα]], [[ευγενής]]<br /><b>2.</b> (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς της ίδιας γενιάς και όχι από [[διασταύρωση]]<br /><b>3.</b> (γενικώς) [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αίμα]]), [[πρβλ]]. [[θερμόαιμος]], [[ψύχραιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής
2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς της ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση
3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμόαιμος, ψύχραιμος].