καθαρόαιμος

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής
2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς της ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση
3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμόαιμος, ψύχραιμος].