καθαρόαιμος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής
2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς της ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση
3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμόαιμος, ψύχραιμος].