καχρύδια: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καχρύδια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] καβουρντισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> ([[πρβλ]]. <i>βοτρ</i>-<i>ύδιον</i>, <i>καρ</i>-<i>ύδιον</i>)].
|mltxt=[[καχρύδια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] καβουρντισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> ([[πρβλ]]. [[βοτρύδιον]], [[καρύδιον]])].
}}
}}

Revision as of 18:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρύδια Medium diacritics: καχρύδια Low diacritics: καχρύδια Capitals: ΚΑΧΡΥΔΙΑ
Transliteration A: kachrýdia Transliteration B: kachrydia Transliteration C: kachrydia Beta Code: kaxru/dia

English (LSJ)

τά, A husks of κάχρυς, Arist.Pr.923b11: sg., prob. in Thphr.CP5.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

καχρύδια: τά, ὑποκορ. τοῦ κάχρυς, μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καχρύδια, τὰ (Α)
1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού
2. καθετί που είναι καβουρντισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. βοτρύδιον, καρύδιον)].