κενόκρανος: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενόκρᾱνος''': -ον, ἔχων κενὸν [[κρανίον]], κενὴν κεφαλήν, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 430.
|lstext='''κενόκρᾱνος''': -ον, ἔχων κενὸν [[κρανίον]], κενὴν κεφαλήν, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 430.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενόκρανος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άδειο [[κεφάλι]], [[άμυαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶνον]] [απ' όπου το [[κρανίον]]]), [[πρβλ]]. [[μακρόκρανος]], [[χαλκεόκρανος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1417] mit leerem Kopfe, Orac. Sib. 3 p. 418.

Greek (Liddell-Scott)

κενόκρᾱνος: -ον, ἔχων κενὸν κρανίον, κενὴν κεφαλήν, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 430.

Greek Monolingual

κενόκρανος, -ον (Α)
αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -κρανος (< κρᾶνον [απ' όπου το κρανίον]), πρβλ. μακρόκρανος, χαλκεόκρανος].