κεφαλουργός: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλουργός]], ὁ (Α)<br />ο επικεφαλής, ο [[επιστάτης]] εργατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κεφαλουργός]], ὁ (Α)<br />ο επικεφαλής, ο [[επιστάτης]] εργατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δημιουργός]], [[εριουργός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A foreman of works, LW1666e (Lydia).
Greek (Liddell-Scott)
κεφαλουργός: ὁ, ἡ κεφαλή, ὁ πρῶτος τῶν ἐργατῶν, ὁ ἐπιστάτης ἐργατῶν, Ἐπιγρ. Μασταυρειτῶν ἐν L. et W. 1666c.
Greek Monolingual
κεφαλουργός, ὁ (Α)
ο επικεφαλής, ο επιστάτης εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -ουργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργός, εριουργός].