κοινόδικος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινόδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοινό [[δίκαιο]] με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δίκαιο]] που [[είναι]] κοινό σε διάφορες πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>δικος</i>, <i>εξώ</i>-<i>δικος</i>].
|mltxt=[[κοινόδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοινό [[δίκαιο]] με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δίκαιο]] που [[είναι]] κοινό σε διάφορες πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. [[ένδικος]], [[εξώδικος]]].
}}
}}

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόδῐκος Medium diacritics: κοινόδικος Low diacritics: κοινόδικος Capitals: ΚΟΙΝΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: koinódikos Transliteration B: koinodikos Transliteration C: koinodikos Beta Code: koino/dikos

English (LSJ)

ον, A enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.

German (Pape)

[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.

Greek Monolingual

κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, εξώδικος].