κλιματίας: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλιματίας]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[σεισμός]]) ο [[επικλίντης]], δηλ. ο [[σεισμός]] που δονεί τη γη [[κατά]] οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. <i>αινιγματ</i>-<i>ίας</i>, <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[κλιματίας]], ὁ (Α)<br />(ενν. [[σεισμός]]) ο [[επικλίντης]], δηλ. ο [[σεισμός]] που δονεί τη γη [[κατά]] οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[αινιγματίας]], [[τραυματίας]])].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῐμᾰτίας Medium diacritics: κλιματίας Low diacritics: κλιματίας Capitals: ΚΛΙΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: klimatías Transliteration B: klimatias Transliteration C: klimatias Beta Code: klimati/as

English (LSJ)

(sc. σεισμός), ὁ, A = ἐπικλίντης, Heraclit.All.38, Amm. Marc.17.7; prob.l. for καυματίας, Posidon. ap. D.L.7.154.

German (Pape)

[Seite 1453] ὁ, σεισμός, eine Art Erderschütterung. Sp.; bei Heracl. Alleg. 38 steht κληματίας, falsch.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰτίας: (δηλ. σεισμός), ὁ, = ἐπικλίντης, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38, Ἀμμων. Μάρκελλ. 17. 7· ἐπανορθωτέον ἐν Διογ. Λ. 7. 154, ἀντὶ καυματίας.

Greek Monolingual

κλιματίας, ὁ (Α)
(ενν. σεισμός) ο επικλίντης, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. αινιγματίας, τραυματίας)].