Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουριώ: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κουριῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[ανάγκη]] από [[κούρεμα]] (α. «ὁ γοῦν [[πώγων]] [[μάλα]] τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ [[γένειον]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i> / -<i>ιῶ</i> που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. <i>ιλιγγ</i>-<i>ιώ</i>, <i>λεπρ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=κουριῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> έχω [[ανάγκη]] από [[κούρεμα]] (α. «ὁ γοῦν [[πώγων]] [[μάλα]] τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ [[γένειον]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουρά]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i> / -<i>ιῶ</i> που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. [[ιλιγγιώ]], [[λεπριώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

κουριῶ, -άω (Α)
1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῦν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν.
β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)
2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ιάω / -ιῶ που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ιλιγγιώ, λεπριώ)].