κοψιά: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[τομή]] που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο<br /><b>2.</b> το [[σημάδι]] που μένει [[μετά]] το [[κόψιμο]]<br /><b>3.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοψ</i>- του [[κόβω]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>έ</i>-<i>κοψ</i>-<i>α</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. <i>βρισ</i>-<i>ιά</i>, <i>ριξ</i>-<i>ιά</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[τομή]] που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο<br /><b>2.</b> το [[σημάδι]] που μένει [[μετά]] το [[κόψιμο]]<br /><b>3.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κοψ</i>- του [[κόβω]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>έ</i>-<i>κοψ</i>-<i>α</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιά</i> ([[πρβλ]]. [[βρισιά]], [[ριξιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:36, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. η τομή που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο
2. το σημάδι που μένει μετά το κόψιμο
3. εξωτερική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ- του κόβω (πρβλ. αόρ. έ-κοψ-α), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισιά, ριξιά)].