κεφαλόδεμα: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κεφαλοδέσι]] το (Μ [[κεφαλόδεμα]])<br />[[μαντίλι]] ή [[κορδέλα]] με τα οποία δένεται το [[κεφάλι]] για [[συγκράτηση]] τών μαλλιών ή για στολισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] του κεφαλιού για [[συγκράτηση]] διαφόρων επιθεμάτων<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ορθοπεδικό [[μηχάνημα]] με το οποίο συγκρατείται το [[κεφάλι]] όρθιο, [[κεφαλορθωτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i> (<i>ό</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δέμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμα]] <span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. <i>αλυσό</i>-<i>δεμα</i>, <i>κομπό</i>-<i>δεμα</i>].
|mltxt=και [[κεφαλοδέσι]] το (Μ [[κεφαλόδεμα]])<br />[[μαντίλι]] ή [[κορδέλα]] με τα οποία δένεται το [[κεφάλι]] για [[συγκράτηση]] τών μαλλιών ή για στολισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επίδεσμος]] του κεφαλιού για [[συγκράτηση]] διαφόρων επιθεμάτων<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ορθοπεδικό [[μηχάνημα]] με το οποίο συγκρατείται το [[κεφάλι]] όρθιο, [[κεφαλορθωτήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i> (<i>ό</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δέμα]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμα]] <span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. [[αλυσόδεμα]], [[κομπόδεμα]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα)
μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό
νεοελλ.
1. επίδεσμος του κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων
2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται το κεφάλι όρθιο, κεφαλορθωτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ (ό)- + -δέμα (< δέμα < δένω), πρβλ. αλυσόδεμα, κομπόδεμα].