λοξόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λοξόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λοξά]] τις κόρες των ματιών, [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[λοξόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λοξά]] τις κόρες των ματιών, [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[κοντόφθαλμος]], [[μονόφθαλμος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:53, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A oblique-eyed, Procl.Par.Ptol.204.
Greek (Liddell-Scott)
λοξόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων λοξοὺς ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 204.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λοξόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει λοξά τις κόρες των ματιών, αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντόφθαλμος, μονόφθαλμος)].