λυσσάρης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο (Μ [[λυσσάρης]] και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο)<br />αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που επιζητεί [[κάτι]] με [[μανία]], όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την [[εξόντωση]] τών αντιπάλων του κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>άρης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατεργ</i>-<i>άρης</i>, <i>πεισματ</i>-<i>άρης</i>)].
|mltxt=και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο (Μ [[λυσσάρης]] και [[λυσσιάρης]], -άρα, -ικο)<br />αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οργίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που επιζητεί [[κάτι]] με [[μανία]], όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την [[εξόντωση]] τών αντιπάλων του κ.ά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>άρης</i> ([[πρβλ]]. [[κατεργάρης]], [[πεισματάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λυσσιάρης, -άρα, -ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, -άρα, -ικο)
αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
νεοελλ.
1. αυτός που οργίζεται εύκολα
2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -(ι)άρης (πρβλ. κατεργάρης, πεισματάρης)].