μοσχοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοσχοτρόφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=[[μοσχοτρόφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ιπποτρόφος]], [[μηλοτρόφος]]].
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοτρόφος Medium diacritics: μοσχοτρόφος Low diacritics: μοσχοτρόφος Capitals: ΜΟΣΧΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: moschotróphos Transliteration B: moschotrophos Transliteration C: moschotrofos Beta Code: mosxotro/fos

English (LSJ)

ον, A rearing calves, PSI6.600 (iii B. C.), Hsch. s.v. τιθηνός: as Subst., PSI4.409.2 (iii B.C.), PCair.Zen.326.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 210] Kälber aufziehend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.

Greek Monolingual

μοσχοτρόφος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, μηλοτρόφος].