μετεωρόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεωρόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων τὰς ῥίζας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. | |lstext='''μετεωρόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων τὰς ῥίζας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετεωρόρριζος]], -ον (Α)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει τις ρίζες στην [[επιφάνεια]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[βαθύρριζος]], [[μακρόρριζος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:08, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρόρριζος: -ον, ὁ ἔχων τὰς ῥίζας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.
Greek Monolingual
μετεωρόρριζος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτός που έχει τις ρίζες στην επιφάνεια της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].