ἰσοκλεής: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοκλεής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[δόξα]] με άλλον, [[ισόδοξος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκλεῶς</i> (Μ)<br />με ισοκλεή τρόπο, με ίση [[δόξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. <i>κακο</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>κλεής</i>].
|mltxt=[[ἰσοκλεής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[δόξα]] με άλλον, [[ισόδοξος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκλεῶς</i> (Μ)<br />με ισοκλεή τρόπο, με ίση [[δόξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. [[κακοκλεής]], [[μεγαλοκλεής]]].
}}
}}

Revision as of 19:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκλεής Medium diacritics: ἰσοκλεής Low diacritics: ισοκλεής Capitals: ΙΣΟΚΛΕΗΣ
Transliteration A: isokleḗs Transliteration B: isokleēs Transliteration C: isokleis Beta Code: i)sokleh/s

English (LSJ)

ές, A equal in glory, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, an Ruhm gleich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκλεής: -ές, ἴσον ἔχων κλέος, ἴσην ἔχων δόξαν, ἰσόδοξος, Εὐσέβ. ΙΙ. 60Α, Καισάριος 1024. - Ἐπίρρ. ἰσοκλεῶς, Νικ. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 256-7, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

ἰσοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος.
επίρρ...
ἰσοκλεῶς (Μ)
με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακοκλεής, μεγαλοκλεής].