θαλασσοπλήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαλασσοπλήκτης]], ό (Μ)<br />(για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη [[θάλασσα]], που έδειρε τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλήκ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θαλασσοπλήκτης]], ό (Μ)<br />(για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη [[θάλασσα]], που έδειρε τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλήκ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[επιπλήκτης]], [[τειχεσιπλήκτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek Monolingual
θαλασσοπλήκτης, ό (Μ)
(για τον Ξέρξη) αυτός που χτύπησε τη θάλασσα, που έδειρε τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πλήκ-της (< πλήσσω), πρβλ. επιπλήκτης, τειχεσιπλήκτης.