τειχεσιπλήκτης
From LSJ
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
German (Pape)
[Seite 1080] der die Mauern schlägt, der Manerstürmer, Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
αυτός που πλήττει τα τείχη («τειχεσιπλήκτης κριός», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήκτης (< πλήσσω), πρβλ. ἰσχυροπλήκτης.