ζωοπάροχος: Difference between revisions
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωοπάροχος''': -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ. | |lstext='''ζωοπάροχος''': -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ζωοπάροχος]] και [[ζωηπάροχος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, [[ζωοδότης]], αναζωογονητής, [[ζωογόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμψυχωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. [[δικαιοπάροχος]], [[πλουσιοπάροχος]]. Το επίρρ. <i>ζωοπαρόχως</i> μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
ζωοπάροχος: -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, -ον)
αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος
νεοελλ.
εμψυχωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιοπάροχος, πλουσιοπάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].