ζωοπάροχος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ζωοπάροχος: -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, -ον)
αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος
νεοελλ.
εμψυχωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιοπάροχος, πλουσιοπάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].