κλείπους: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλείπους]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόσμος]] τις τοῦ καλουμένου γείσους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλει</i>- ([[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[κλίνω]], <b>[[πρβλ]].</b> [[κλειτύς]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πούς]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αερσί</i>-[[πους]], <i>καμψί</i>-[[πους]])].
|mltxt=[[κλείπους]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόσμος]] τις τοῦ καλουμένου γείσους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλει</i>- ([[απαθής]] [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[κλίνω]], [[πρβλ]]. [[κλειτύς]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πούς]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[αερσίπους]], [[καμψίπους]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλείπους Medium diacritics: κλείπους Low diacritics: κλείπους Capitals: ΚΛΕΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kleípous Transliteration B: kleipous Transliteration C: kleipous Beta Code: klei/pous

English (LSJ)

κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους, Hsch. κλεῖρος· κλειδίον, Id.

Greek Monolingual

κλείπους (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει- (απαθής βαθμίδα της ρίζας του κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + -πούς (< πούς), πρβλ. αερσίπους, καμψίπους)].