κηροχύτης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η [[τήξη]] του κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες [[πάνω]] στα πλαίσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χύτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[χύτης]], <i>νερο</i>-[[χύτης]].
|mltxt=ο<br />ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η [[τήξη]] του κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες [[πάνω]] στα πλαίσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χύτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[ελαιοχύτης]], [[νεροχύτης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη του κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιοχύτης, νεροχύτης.