κεφαλοκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλοκρούστης]], ὁ (Α)<br />[[κρανοκολάπτης]]. [[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούστης]] <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κεφαλοκρούστης]], ὁ (Α)<br />[[κρανοκολάπτης]]. [[είδος]] δηλητηριώδους αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούστης]] <span style="color: red;"><</span> [[κρούω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[ζυγοκρούστης]], [[κυμβαλοκρούστης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 24 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A = κρανοκολάπτης, Sch.Nic.Th.763.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, den Kopf stechend, eine Art Phalangium, Schol. Nic. Ther. 764, sonst κρανοκολάπτης.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοκρούστης: -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, ὄνομα εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ κρανοκολάπτης, Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.
Greek Monolingual
κεφαλοκρούστης, ὁ (Α)
κρανοκολάπτης. είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγοκρούστης, κυμβαλοκρούστης].