κοιλιοφορώς: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοιλιοφορῶς (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην [[κοιλιά]], [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] («ἡ τὴν ἀστραπήν [[ἔνδον]] κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιλιο</i>-[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοιλ</i>-<i>ία</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>στεφανη</i>-[[φόρος]], <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=κοιλιοφορῶς (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην [[κοιλιά]], [[μέσα]] στην [[κοιλιά]] («ἡ τὴν ἀστραπήν [[ἔνδον]] κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κοιλιο</i>-[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοιλ</i>-<i>ία</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[στεφανηφόρος]], [[τροπαιοφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:42, 24 August 2021

Greek Monolingual

κοιλιοφορῶς (Α)
επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιλιο-φόρος < κοιλ-ία + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανηφόρος, τροπαιοφόρος.