κορφολάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, [[ορειβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλογο</i>-[[λάτης]], <i>ζευγο</i>-[[λάτης]]].
|mltxt=ο<br />αυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, [[ορειβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[λάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[αλογολάτης]], [[ζευγολάτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που ανεβαίνει στις κορυφές τών βουνών, ορειβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + -λάτης (< ἐλάτης < ἐλαύνω), πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης].