καταγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταγωγεύς]], -έως, ὁ (AM)<br />αυτός που κατεβάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλύει σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[καταγωγεύς]], -έως, ὁ (AM)<br />αυτός που κατεβάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλύει σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[εξαγωγεύς]], [[προαγωγεύς]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:45, 24 August 2021
English (LSJ)
έως, ὁ, A cattle-drover, BGU92(ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς].