αγωγεύς

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

ἀγωγεύς (-έως), ο (Α) αγωγός
1. αυτός που οδηγεί, που σύρει κάτι
2. ιμάντας, λουρί με το οποίο σύρει κανείς κάτι.