κρεοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(6_19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἔχων [[κρέας]], Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.
|lstext='''κρεοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἔχων [[κρέας]], Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρεοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει κρέατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[αγγελιαφόρος]], [[θανατηφόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:48, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἔχων κρέας, Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κρέατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελιαφόρος, θανατηφόρος.