λοχαγέτας: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοχαγέτας]], ὁ (Α) (δωρ. τ. [[αντί]] του άχρ. [[λοχηγέτης]]) [[λοχαγός]] («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῦν
|mltxt=[[λοχαγέτας]], ὁ (Α) (δωρ. τ. [[αντί]] του άχρ. [[λοχηγέτης]]) [[λοχαγός]] («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῦν
τες ἐς μελάνδετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «στρατιωτικό [[σώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγέτᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡγέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. <i>αρχ</i>-[[αγέτας]], <i>λ</i>-[[αγέτας]]].
τες ἐς μελάνδετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «στρατιωτικό [[σώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱγέτᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡγέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>), [[πρβλ]]. [[αρχαγέτας]], [[λαγέτας]]].
}}
}}

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχᾱγέτας Medium diacritics: λοχαγέτας Low diacritics: λοχαγέτας Capitals: ΛΟΧΑΓΕΤΑΣ
Transliteration A: lochagétas Transliteration B: lochagetas Transliteration C: lochagetas Beta Code: loxage/tas

English (LSJ)

α, ὁ, Dor. for λοχηγέτης (which is not found), A = λοχαγός, A.Th.42, E.Ph.[974], Supp.502.

Greek Monolingual

λοχαγέτας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί του άχρ. λοχηγέτης) λοχαγός («ἄνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ταυροσφαγοῦν τες ἐς μελάνδετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + -ᾱγέτᾱς (< ἡγέτης < ἡγοῦμαι), πρβλ. αρχαγέτας, λαγέτας].