κωμωδός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κωμῳδός]])<br />[[ηθοποιός]] που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί το [[γέλιο]] με διάφορα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδούσε σε [[κώμο]], σε [[γλέντι]] ή σε κωμικό χορό («αὐτοί... κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν, Ἀθηναίους δὲ δήμους, ὡς κωμῳδοὺς οὐκ ἀπὸ τοῦ κωμόζειν λεχθέντας ἀλλὰ τῇ κατὰ κώμας [[πλάνη]] ἀτιμαζομένους ἐκ τοῦ ἄστεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[αοιδός]] κωμικών και λυρικών ασμάτων<br /><b>3.</b> [[κωμωδιογράφος]] («τὴν τῶν κωμῳδῶν προθυμίαν τοῦ γελοῑα εἰς τοὺς ἀνθρώπους λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο Αριστοφάνης<br /><b>4.</b> αυτός που διασύρει, που εμπαίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), [[πρβλ]]. <i>τραγ</i>-[[ωδός]], <i>ψαλμ</i>-[[ωδός]]].
|mltxt=ο (Α [[κωμῳδός]])<br />[[ηθοποιός]] που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί το [[γέλιο]] με διάφορα [[μέσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδούσε σε [[κώμο]], σε [[γλέντι]] ή σε κωμικό χορό («αὐτοί... κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν, Ἀθηναίους δὲ δήμους, ὡς κωμῳδοὺς οὐκ ἀπὸ τοῦ κωμόζειν λεχθέντας ἀλλὰ τῇ κατὰ κώμας [[πλάνη]] ἀτιμαζομένους ἐκ τοῦ ἄστεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[αοιδός]] κωμικών και λυρικών ασμάτων<br /><b>3.</b> [[κωμωδιογράφος]] («τὴν τῶν κωμῳδῶν προθυμίαν τοῦ γελοῑα εἰς τοὺς ἀνθρώπους λέγειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο Αριστοφάνης<br /><b>4.</b> αυτός που διασύρει, που εμπαίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>), [[πρβλ]]. [[τραγωδός]], [[ψαλμωδός]]].
}}
}}

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α κωμῳδός)
ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα
2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα
αρχ.
1. αυτός που τραγουδούσε σε κώμο, σε γλέντι ή σε κωμικό χορό («αὐτοί... κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν, Ἀθηναίους δὲ δήμους, ὡς κωμῳδοὺς οὐκ ἀπὸ τοῦ κωμόζειν λεχθέντας ἀλλὰ τῇ κατὰ κώμας πλάνη ἀτιμαζομένους ἐκ τοῦ ἄστεως», Αριστοτ.)
2. πιθ. αοιδός κωμικών και λυρικών ασμάτων
3. κωμωδιογράφος («τὴν τῶν κωμῳδῶν προθυμίαν τοῦ γελοῑα εἰς τοὺς ἀνθρώπους λέγειν», Πλάτ.)
3. ο Αριστοφάνης
4. αυτός που διασύρει, που εμπαίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγωδός, ψαλμωδός].