μιαροτρώκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ὁ, unreine Speisen essend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] ὁ, unreine Speisen essend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μιᾰροτρώκτης''': ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd.
}}
{{grml
|mltxt=[[μιαροτρώκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, [[μιαροφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μιαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]) [[πρβλ]]. [[ξυλοτρώκτης]], [[πτερνοτρώκτης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 182] ὁ, unreine Speisen essend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μιᾰροτρώκτης: ὁ, ὁ τρώγων μιαράς, ἀκαθάρτους τροφάς, μιαροφάγος, Ἀνωνυμ. π. Ἁγ. Θεοδ. σ. 46 Wernsd.

Greek Monolingual

μιαροτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + -τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλοτρώκτης, πτερνοτρώκτης.