λυσσοφοβία: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[παθολογικός]] [[φόβος]] από τον οποίο κατέχεται [[κάποιος]] [[μήπως]] προσβληθεί από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φοβία]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. <i>ζωο</i>-[[φοβία]], <i>θανατο</i>-[[φοβία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=η<br />[[παθολογικός]] [[φόβος]] από τον οποίο κατέχεται [[κάποιος]] [[μήπως]] προσβληθεί από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φοβία]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. [[ζωοφοβία]], [[θανατοφοβία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

Greek Monolingual

η
παθολογικός φόβος από τον οποίο κατέχεται κάποιος μήπως προσβληθεί από λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -φοβία (< φόβος), πρβλ. ζωοφοβία, θανατοφοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].