λυχνοδότης: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυχνοδότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει τους λύχνους<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ιερέα του αιγυπτιακού ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>ζωο</i>-[[δότης]].
|mltxt=[[λυχνοδότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει τους λύχνους<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ιερέα του αιγυπτιακού ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]], [[ζωοδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

Greek Monolingual

λυχνοδότης, ὁ (Α)
1. αυτός που παρέχει τους λύχνους
2. τίτλος ιερέα του αιγυπτιακού ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης, ζωοδότης.