καπνολόγος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ<br /><b>1.</b> η [[καπνοδόχος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[καπνός]] να βγαίνει [[ίσια]] και ας [[είναι]] [[στραβός]] ο [[καπνολόγος]]» — το [[αποτέλεσμα]] να [[είναι]] καλό, άσχετα από την [[ποιότητα]] του οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>βιδο</i>-[[λόγος]].
|mltxt=ὁ<br /><b>1.</b> η [[καπνοδόχος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[καπνός]] να βγαίνει [[ίσια]] και ας [[είναι]] [[στραβός]] ο [[καπνολόγος]]» — το [[αποτέλεσμα]] να [[είναι]] καλό, άσχετα από την [[ποιότητα]] του οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[βιδολόγος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:53, 25 August 2021

Greek Monolingual


1. η καπνοδόχος
2. παροιμ. «ο καπνός να βγαίνει ίσια και ας είναι στραβός ο καπνολόγος» — το αποτέλεσμα να είναι καλό, άσχετα από την ποιότητα του οργάνου με το οποίο επιτυγχάνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βιδολόγος.