ξυλοτρώκτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλοτρώκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει τα ξύλα («[[τερηδών]]» — [[σκώληξ]] [[ξυλοτρώκτης]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σχινο</i>-[[τρώκτης]].
|mltxt=[[ξυλοτρώκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει τα ξύλα («[[τερηδών]]» — [[σκώληξ]] [[ξυλοτρώκτης]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[σχινοτρώκτης]].
}}
}}

Revision as of 13:15, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρώκτης Medium diacritics: ξυλοτρώκτης Low diacritics: ξυλοτρώκτης Capitals: ΞΥΛΟΤΡΩΚΤΗΣ
Transliteration A: xylotrṓktēs Transliteration B: xylotrōktēs Transliteration C: ksylotroktis Beta Code: culotrw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, A eating wood, σκώληξ Suid. s.v. τερηδών.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holznager, -spalter, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρώκτης: -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. τερηδών.

Greek Monolingual

ξυλοτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» — σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινοτρώκτης.