πλουσιοπάροχος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(33) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πλουσιοπάροχος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] πλούσια, [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, [[άφθονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσιοπαρόχως</i> ΝΜΑ και <i>πλουσιοπάροχα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγάλη]] [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πάροχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πλουσιοπάροχος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] πλούσια, [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, [[άφθονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσιοπαρόχως</i> ΝΜΑ και <i>πλουσιοπάροχα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγάλη]] [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πάροχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ευπάροχος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
πλουσιοπάροχος: -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, ἀνώνυμος ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,
Greek Monolingual
-η, -ο / πλουσιοπάροχος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι πλούσια, γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, άφθονος.
επίρρ...
πλουσιοπαρόχως ΝΜΑ και πλουσιοπάροχα Ν
κατά τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο
νεοελλ.
με μεγάλη αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ευπάροχος.