πλουσιοπάροχος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλουσιοπάροχος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] πλούσια, [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, [[άφθονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσιοπαρόχως</i> ΝΜΑ και <i>πλουσιοπάροχα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγάλη]] [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πάροχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[πάροχος]].
|mltxt=-η, -ο / [[πλουσιοπάροχος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] πλούσια, [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, [[άφθονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσιοπαρόχως</i> ΝΜΑ και <i>πλουσιοπάροχα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγάλη]] [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πάροχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ευπάροχος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

πλουσιοπάροχος: -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, ἀνώνυμος ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,

Greek Monolingual

-η, -ο / πλουσιοπάροχος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι πλούσια, γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, άφθονος.
επίρρ...
πλουσιοπαρόχως ΝΜΑ και πλουσιοπάροχα Ν
κατά τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο
νεοελλ.
με μεγάλη αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ευπάροχος.