τυμπανοκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br />αυτός που χτυπά το [[τύμπανο]], [[τυμπανιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανο]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), | |mltxt=ο, Ν<br />αυτός που χτυπά το [[τύμπανο]], [[τυμπανιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανο]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρούστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρούω]]), [[πρβλ]]. [[κωδωνοκρούστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που χτυπά το τύμπανο, τυμπανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].