συγγενοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]].
}}
}}

Revision as of 13:22, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενοκτόνος Medium diacritics: συγγενοκτόνος Low diacritics: συγγενοκτόνος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: syngenoktónos Transliteration B: syngenoktonos Transliteration C: syggenoktonos Beta Code: suggenokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω) A slaying one's kindred, Tz H.9.391.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενοκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.