ὀρθοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(a)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] grade schneidend (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0376.png Seite 376]] grade schneidend (?).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο (ΑΜ [[ὀρθοτόμος]] -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που καθοδηγεί σωστά, αυτός που διδάσκει τα [[ορθά]] δόγματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρθοτόμως</i> (Μ)<br />[[κατά]] την ορθή [[κατεύθυνση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[καινοτόμος]].<br /><b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ωδικών πτηνών της οικογένειας sylnidae.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθότομος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει εξηγηθεί σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 25 August 2021

German (Pape)

[Seite 376] grade schneidend (?).

Greek Monolingual

(I)
-ο (ΑΜ ὀρθοτόμος -ον)
1. αυτός που τέμνει σε ευθεία γραμμή
2. μτφ. αυτός που καθοδηγεί σωστά, αυτός που διδάσκει τα ορθά δόγματα.
επίρρ...
ὀρθοτόμως (Μ)
κατά την ορθή κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. καινοτόμος.
(II)
ο
ζωολ. γένος ωδικών πτηνών της οικογένειας sylnidae.

Greek Monolingual

ὀρθότομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει εξηγηθεί σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. μεσό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].