φλογοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φλογοβόλο</i><br /><b>στρ.</b> οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] φλεγόμενο [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόγα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο, Λευκάδιο].
|mltxt=-ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φλογοβόλο</i><br /><b>στρ.</b> οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] φλεγόμενο [[υγρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόγα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο, Λευκάδιο].
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ο, Ν
1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («φλογοβόλα άρματα μάχης»)
2. το ουδ. ως ουσ. το φλογοβόλο
στρ. οπλομηχάνημα που εκτοξεύει σε μεγάλη απόσταση φλεγόμενο υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο, Λευκάδιο].