φεγγοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φεγγοτόκος''': -ον, ὁ παράγων [[φέγγος]] ἢ φῶς, οὐρανοὺς τοὺς φεγγοτόκους ἀνοίξας Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 286D.
|lstext='''φεγγοτόκος''': -ον, ὁ παράγων [[φέγγος]] ἢ φῶς, οὐρανοὺς τοὺς φεγγοτόκους ἀνοίξας Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 286D.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που παράγει φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[θυελλοτόκος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

φεγγοτόκος: -ον, ὁ παράγων φέγγος ἢ φῶς, οὐρανοὺς τοὺς φεγγοτόκους ἀνοίξας Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 286D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θυελλοτόκος.