φανοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> [[στύλος]] στον οποίο στηρίζεται ή [[είναι]] προσαρμοσμένος [[φανός]] φωτισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φανός]] (Ι) «[[πυρσός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θερμο</i>-[[στάτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> [[στύλος]] στον οποίο στηρίζεται ή [[είναι]] προσαρμοσμένος [[φανός]] φωτισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φανός]] (Ι) «[[πυρσός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στᾰ</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[θερμοστάτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνολ. στύλος στον οποίο στηρίζεται ή είναι προσαρμοσμένος φανός φωτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Α. Μηλιαράκη].