ὀλβιοδώτης: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλβιοδώτης]], ὁ, θηλ. [[ὀλβιοδῶτις]] (Α)<br />αυτός που δίνει [[ευτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=[[ὀλβιοδώτης]], ὁ, θηλ. [[ὀλβιοδῶτις]] (Α)<br />αυτός που δίνει [[ευτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[ωραιοδώτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A bestower of bliss, Orph.H.34.2 :—fem. ὀλβιο-δῶτις, ιδος, ib.40.2, etc.
German (Pape)
[Seite 318] ὁ, Glückgeber, -spender, Orph. H. 23, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβιοδώτης: ὁ, καὶ θηλ. ὀλβιοδῶτις, ἴδε ὀλβιόδωρος.
Greek Monolingual
ὀλβιοδώτης, ὁ, θηλ. ὀλβιοδῶτις (Α)
αυτός που δίνει ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ωραιοδώτης.