αυλητρίδα: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδ...")
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]].
|mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 27 August 2021

Greek Monolingual

αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.