καθάρεσις: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katharesis | |Transliteration C=katharesis | ||
|Beta Code=kaqa/resis | |Beta Code=kaqa/resis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=εως, ἡ, perhaps Dor. for <span class="sense"><span class="bld">A</span> καθάρισις, στέγας <span class="title">IG</span>4.1484.293 (Epid.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθάρεσις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> πιθ. δωρ. τ. [[αντί]] [[καθάρισις]] («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν [[είναι]] εσφ. [[ανάγνωση]] [[αντί]] [[καθαίρεσις]], [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]]. | |mltxt=[[καθάρεσις]], -ιος, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> πιθ. δωρ. τ. [[αντί]] [[καθάρισις]] («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν [[είναι]] εσφ. [[ανάγνωση]] [[αντί]] [[καθαίρεσις]], [[γκρέμισμα]], [[κατεδάφιση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 14 September 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, perhaps Dor. for A καθάρισις, στέγας IG4.1484.293 (Epid.).
Greek Monolingual
καθάρεσις, -ιος, ἡ (Α)
επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις («στέγας καθαρέσιος» — του καθαρισμού της στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση.