Ἀρείφατος: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀρείφᾰτος:''' [ᾰρ], Επικ. Ἀρηΐ-φατος, -ον (*[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[Ἄρειος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''Ἀρείφᾰτος:''' [ᾰρ], Επικ. [[Ἀρηΐφατος]], -ον (*[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[Ἄρειος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀρείφᾰτος Medium diacritics: Ἀρείφατος Low diacritics: Αρείφατος Capitals: ΑΡΕΙΦΑΤΟΣ
Transliteration A: Areíphatos Transliteration B: Areiphatos Transliteration C: Areifatos Beta Code: *)arei/fatos

English (LSJ)

Ep. Ἀρηΐφατος, ον, (cf. φόνος, πέφαται)
A slain by Ares, i.e. slain in war, Il.19.31, etc.; ψυχαί [Heraclit.]136, cf. 24; φόνοι Ἀ. E.Supp.603 (lyr.).
2 later, = Ἄρειος, martial, Ἀρείφατος ἀγών, λῆμα, A.Eu.913, Fr. 147; κόποι E.Rh.124.
3 slaying in war, ἀνέρες Orph.A.514.

Greek Monotonic

Ἀρείφᾰτος: [ᾰρ], Επικ. Ἀρηΐφατος, -ον (*φένω
I. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, αυτός δηλ. που σκοτώθηκε στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. = Ἄρειος, σε Αισχύλ.