κάναβη: Difference between revisions
From LSJ
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κάνναβη και | |mltxt=και [[κάνναβη]] και [[κάναβις]], [[κάνναβις]] η, σπαν. το (AM [[κάναβις]] και [[κάνναβις]], -εως)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας κανναβινίδες, καναβινίδες με ένα μόνο [[είδος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάνναβη/κάναβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής [[μάλλον]] ή θρακικής προελεύσεως, [[χωρίς]] να αποκλείεται και μεσοποταμιακή [[καταγωγή]] της ([[πρβλ]]. σουμερ. <i>kunibu</i> «[[κάνναβις]]»). Το λατ. [[cannabis]] [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:22, 28 October 2021
Greek Monolingual
και κάνναβη και κάναβις, κάνναβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, -εως)
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας κανναβινίδες, καναβινίδες με ένα μόνο είδος
2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάνναβη/κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής μάλλον ή θρακικής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείεται και μεσοποταμιακή καταγωγή της (πρβλ. σουμερ. kunibu «κάνναβις»). Το λατ. cannabis είναι δάνειο από την Ελληνική].