λαζουρίτης: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
mNo edit summary |
|||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό [[χρώμα]] που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και ως [[βάση]] για την [[παρασκευή]] της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lazurite</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lazur</i> (<span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>l</i><i>ā</i><i>zaward</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν</i>]. | |mltxt=ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό [[χρώμα]] που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] κοσμημάτων και ως [[βάση]] για την [[παρασκευή]] της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lazurite</i> <span style="color: red;"><</span> μσν. λατ. <i>lazur</i> (<span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>l</i><i>ā</i><i>zaward</i>), <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ite</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο <i>Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν</i>]. | ||
}} | }} | ||
==Translations== | |||
Arabic: لَازَوَرْد; Armenian: լաջվարդ; Catalan: lapislàtzuli; Chinese Mandarin: 青金石; Czech: lazurit; Dutch: lapis lazuli, lazuriet; Esperanto: lazurito; Finnish: lapis lazuli, lapislatsuli; French: lapis-lazuli; Galician: asur; Georgian: ლაჟვარდი; German: Lapislazuli, Lapis Lazuli, Lasurstein, Lazurit; Greek: [[λαζουρίτης]]; Hindi: लाजवर्द, रावटी, वैडूर्य, वैदूर्य; Ido: lapislazulo; Indonesian: lazuardi; Irish: lapis lazuli; Italian: lapislazzuli; Japanese: 瑠璃, 琉璃, 青金石, ラピスラズリ; Malay: lazuardi; Pali: veḷuriya; Persian: لاجورد; Polish: lapis lazuli, lazuryt; Portuguese: lápis-lazúli; Romanian: lapislazuli, lazurit; Russian: лазури́т, ля́пис-лазу́рь; Sanskrit: वैडूर्य; Scottish Gaelic: clach-chopair; Spanish: lapislázuli; Swedish: lapis lazuli, lasursten; Turkish: lazur taşı; Ugaritic: 𐎛𐎖𐎐𐎜; Ukrainian: лазури́т, ля́піс-лазу́р; Urdu: لاجورد; Vietnamese: đá da trời, ngọc lưu ly; Welsh: asur |
Revision as of 11:39, 12 November 2021
Greek Monolingual
ο
(ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό του νατρίου και του ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση για την παρασκευή της χρωστικής κυανό της ουλτραμαρίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lazurite < μσν. λατ. lazur (< αραβ. lāzaward), + κατάλ. -ite. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Translations
Arabic: لَازَوَرْد; Armenian: լաջվարդ; Catalan: lapislàtzuli; Chinese Mandarin: 青金石; Czech: lazurit; Dutch: lapis lazuli, lazuriet; Esperanto: lazurito; Finnish: lapis lazuli, lapislatsuli; French: lapis-lazuli; Galician: asur; Georgian: ლაჟვარდი; German: Lapislazuli, Lapis Lazuli, Lasurstein, Lazurit; Greek: λαζουρίτης; Hindi: लाजवर्द, रावटी, वैडूर्य, वैदूर्य; Ido: lapislazulo; Indonesian: lazuardi; Irish: lapis lazuli; Italian: lapislazzuli; Japanese: 瑠璃, 琉璃, 青金石, ラピスラズリ; Malay: lazuardi; Pali: veḷuriya; Persian: لاجورد; Polish: lapis lazuli, lazuryt; Portuguese: lápis-lazúli; Romanian: lapislazuli, lazurit; Russian: лазури́т, ля́пис-лазу́рь; Sanskrit: वैडूर्य; Scottish Gaelic: clach-chopair; Spanish: lapislázuli; Swedish: lapis lazuli, lasursten; Turkish: lazur taşı; Ugaritic: 𐎛𐎖𐎐𐎜; Ukrainian: лазури́т, ля́піс-лазу́р; Urdu: لاجورد; Vietnamese: đá da trời, ngọc lưu ly; Welsh: asur