σύνταρρος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntarros
|Transliteration C=syntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Definition=ον, (ταρρός, ταρσός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[interwoven]], [[entangled]], <b class="b3">δένδρον σ</b>. a tree [[with interlacing roots]], ib.<span class="bibl">3.7.2</span>, cf. <span class="bibl">10.7</span>.</span>
|Definition=ον, ([[ταρρός]], [[ταρσός]]) [[interwoven]], [[entangled]], [[δένδρον]] σύνταρρον = a [[tree]] [[with interlacing roots]], ib.3.7.2, cf. 10.7.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:06, 5 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνταρρος Medium diacritics: σύνταρρος Low diacritics: σύνταρρος Capitals: ΣΥΝΤΑΡΡΟΣ
Transliteration A: sýntarros Transliteration B: syntarros Transliteration C: syntarros Beta Code: su/ntarros

English (LSJ)

ον, (ταρρός, ταρσός) interwoven, entangled, δένδρον σύνταρρον = a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].